- ἀπένεμε
- ἀπονέμωportion outimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατρίκιος — Επίσκοπος Προύσας, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πολύ μορφωμένος κληρικός και έζησε πιθανόν τον 3o αι. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους πρεσβύτερους Ακάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου. * * * ο, θηλ … Dictionary of Greek
αρχοντίκιο — το (Μ ἀρχοντίκιον) εκκλησιαστικό αξίωμα ή οφφίκιο που απένεμε ο πατριάρχης σε κληρικούς ή λαϊκούς για την εκτέλεση διαφόρων υπηρεσιών έξω από το Άγιο Βήμα ή γενικότερα στην εκκλησιαστική διοίκηση … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
προλύτης — ὁ, ΝΜΑ [προλύω] συν. στον πληθ. οι προλύτες και οἱ προλύται (βυζ.) σπουδαστές δικαίου που είχαν συμπληρώσει το προτελευταίο, δηλαδή το πέμπτο, έτος τών σπουδών τους και οι οποίοι ονομάζονταν έτσι σε αντιδιαστολή προς τους λύτες, που είχαν ήδη… … Dictionary of Greek
Ντόμαγκ, Γκέρχαρντ — (Gerhard Domagk, Λάγκοβ Μπράντενμπουργκ 1895 – Μπούργκμπεργκ 1964). Γερμανός παθολόγος και μικροβιολόγος. Καθηγητής της γενικής παθολογίας στο Μίνστερ (1928), διηύθυνε κατόπιν ως ερευνητής (1945) το Ινστιτούτο πειραματικής παθολογίας και… … Dictionary of Greek